“Έχετε ελληνικό καφέ στις αποσκευές;”

Το μικρό αυτό κείμενο ξεκίνησα να το γράφω τέλη Ιουνίου για να το διαγράψω και να ξεκινήσω σε καινούργιο αρχείο. Άρθρα για το τί σημαίνει συλλογική συνείδηση και πολιτισμική ταυτότητα εμφανίζονταν μέχρι και το τέλος του πτυχίου μου. Τα έβρισκα πάντα ευχάριστα στο διάβασμα όπως βρίσκω ευχάριστο (και κωμικό) το ότι μπορώ έυκολα να παραγγείλω βιετναμέζικο φαγητό σε αμερικάνικη εφαρμογή για να το παραλάβω από οδηγό του οποίου το όνομα θα προφέρω λάθος. Μπορεί η παραγγελία να έχει και ελληνική φέτα μέσα, ποιος ξέρει. Το έθνος-κράτος και η ρευστότητα των ορίων του δεν είναι καινούργια ζητήματα. Ούτε βαθιά περίπλοκα. Απλώς σε μια εποχή ταυτοτήτων, η κατασκευασιμότητά τους, τα εκατοντάδες identity politics άρθρα και καβγάδες στα σχόλια, δυσκολεύουν τη συζήτηση για το τι θα πει εθνική ταυτότητα.  Άλλοτε άσκοπα, όταν υψώνεις τη φωνή στο τραπέζι και βγαίνεις να καπνίσεις στον κήπο, άλλοτε εποικοδομητικά.

Νεραντζάκι, κομπολόι, λιμάνι. Εύκολα παίζεις ελεύθερο συνειρμό με λέξεις που θυμίζουν Ελλάδα όταν είσαι μακριά. Γεράνια-παππούς, κουλούρι-σπίτι, καμίνι-Αθήνα. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, είμαι Ελληνίδα. Χρειάστηκε όμως να φύγω για να καταλάβω ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα αφορά τη μεταξύ μας συναναστροφή, Έλληνα προς Έλληνα, παρά την τοποθέτησή μας ως προς τους άλλους. Όταν συναναστρέφεσαι με ξένους, αρκεί η φράση “Είμαι Ελληνίδα”, “είμαι Τούρκος”, “Μεγάλωσα στο Πεκίνο” και η συνείδηση αυτή δεν αμφισβητείται. Στο Λονδίνο, ανεβαίνω σε λεωφορεία μουρμουρίζοντας ελληνικούς στίχους. Όσες φορές στη βιβλιοθήκη μπήκα σε ελληνικές εφημερίδες, κι ενώ κυρίως χάζευα την ενότητα με τις συνταγές, ήξερα ότι κάνω και μια ήσυχη δήλωση στους γύρω μου για το ποιες ειδήσεις του κόσμου με αφορούν. Είχα έναν Ολλανδό καθηγητή αρχαίας Ιστορίας που είχε κάνει φύλλο και φτερό τα έργα των περισσότερων Αρχαίων που τώρα “κάθονται” σε μαρμάρινες βάσεις. “Τι σημαίνει αριστοκρατία στα νέα ελληνικά; Τί σημαίνει πολιτεία;” Και γυρνούσαν να με κοιτάξουν με προσμονή. “Θα ξέρει η Χριστιάνα. Πες μας”. Ένιωθα ωραία γιατί τέτοιες φράσεις είναι μια γενναιόδωρη αναγνώριση της ταυτότητας του άλλου πριν ακόμη μιλήσει. Η απόσταση φέρνει νοσταλγία και η νοσταλγία σε βρίσκει, αργά το βράδυ, χωμένο σε κατηγορίες ελληνικής μουσικής που δεν πίστευες ότι θα σου άρεσαν ποτέ. Αγαπάς λίγο παραπάνω το σπίτι όπως αγαπάς λίγο παραπάνω έναν συγγενή όταν δεν τρώτε κάθε μέρα στο ίδιο τραπέζι. Η απόσταση φέρνει και μια υγιή απομυθοποίηση. Μπαίνοντας στην πρεβεία στο Holland Park απελπίζεσαι σαν να περνάς την πόρτα ΚΕΠ, γιατί για τέτοιους ρυθμούς πρόκειται. Το ελληνικό δημόσιο, λες, δεν αλλάζει και σηκώνοντας το βλέμμα, μια φωτογραφία-πορτραίτο του Παυλόπουλου είναι καδραρισμένη πάνω από τον κισέ. Με λίγα λόγια, στο εξωτερικό δεν δυσκολεύεσαι ιδιαίτερα να θυμηθείς από πού έρχεσαι. 

Όποτε επιστρέφω στην Αθήνα, η ταυτότητα που κουβαλάω ανεμπόδιστα εκτός της χώρας δεν είναι δεδομένη. Σε σύγκριση με τους γύρω μου, πόσο ελληνική είναι η δική μου εμπειρία; “Σε δουλειά να βρισκόμαστε”, μου λέει ένας φίλος. Μεγάλωσα σε ένα ελληνικό περιβάλλον, άκουγα ελληνικά κι από τους δυο γονείς. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα κι ο πατέρας μου Κύπριος. Δεν διεκδικώ κάποια άλλη εθνική ταυτότητα και, με τα δεδομένα αυτά, σε έναν Άραβα πολίτη του Ισραήλ, που ταυτίζεται πολιτισμικά με την Παλαιστίνη και η πολιτειακή του ταυτότητα δεν συμπίπτει, ο παραπάνω προβληματισμός θα ακουγόταν μάλλον γελοίος. Το ίδιο και σε όσους φίλους μου έχουν μεικτή καταγωγή. Γιατί να είσαι αμήχανος έχοντας τόσο ατσαλάκωτη αίσθηση ταυτότητας; Δεν χρειάζεται όμως να βρεθείς σε σύγχυση πολιτισμικών ταυτοτήτων για να ρωτάς πού ακριβώς ανήκεις. Δεν χρειάζεται να έχεις μεγαλώσει σε πολυγλωσσικό περιβάλλον ή κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα, ούτε διπλή υπηκοότητα για να είσαι λίγο αμφίρροπος. Αυτό που ονομάζουμε εθνική συνείδηση είναι ένας “αμυντικός μηχανισμός αυτοεπιβεβαίωσης” (βλ. Δ. Τζιόβα), που καμιά φορά δεν πετυχαίνει. Μέσα σε τόσες αντιφάσεις, παρεξηγήσεις και αντιλήψεις για το τι σημαίνει έθνος, πως μπορεί η συνείδηση να είναι πάντα διακριτή και ατσαλάκωτη; Πόσο μάλλον όταν η ελληνική είναι πιο περίπλοκη από ό,τι γράφουν τα βιβλία Ιστορίας γυμνασίου. Το βάρος της το συνόψισε μάλλον καλύτερα απ’όλους ο Σεφέρης στο “Μυθιστόρημα”:

Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια

ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ

τ᾿ ἀκουμπήσω.

Η ιερή ελληνική ταυτότητα είναι αποτέλεσμα διάφορων διαδικασιών – είτε κάποιοι αναφέρονται σε ολόκληρη τη μετεπαναστατική ιστορία και τη δημιουργία κράτους, είτε στις ερμηνείες (και τους μύθους) της εκκλησίας, είτε σ’αυτή την πεισματική παγίωση ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το πείσμα αυτό για μια ολοκληρωτική και πάντα ευδιάκριτη πολιτισμική ταυτότητα το κουβαλάμε όντως σαν μαρμάρινο κεφάλι. Η Γενιά του ’30 ήταν η πρώτη λογοτεχνική γενιά που ανοιχτά και ομόφωνα έθεσε ερωτήματα και προσπάθισε να αναπροσδιορίσει αυτό που ονομάζουμε “ελληνικότητα”. (Είμαστε Δυτικοί ή Βαλκάνιοι; Πιο κοντά στην Ανατολή ή τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό; “Αργοπορημένοι” ή εκσυγχρονισμένοι;) “Οχι πως είχαμε καμιάν αντιδικία με την Ακρόπολη ή τον Παρθενώνα”, έλεγε ο Σεφέρης αναφερόμενος σ’αυτόν και το Γιώργο Θεοτοκά, “αλλά συμβόλιζαν, πιστεύω, τη δυσφορία που μας έδιναν ο εξευτελισμός κάθε άξιου και τίμιου πράγματος από τις ελεεινές ρητορείες μας…”. Ρητορείες. Η ταυτότητά μας ήταν και είναι προϊόν έντονης ρητορείας. Το να την δεις με μια νηφαλιότητα, όσο φυσική κι αν είναι η ανταπόκριση σε εξωτερικές προσδοκίες, σημαίνει ότι αφήνεσαι να κοιτάξεις εκεί που νομίζεις. Έλεγε ο Ελύτης το 1980: “Μια ζωή ολόκληρη αγωνίστηκα γι΄ αυτό που λέμε «ελληνικότητα». Και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα. Είτε στην κλίμακα τη μεγάλη είτε στην ταπεινή. Θέλω να πω είτε σε έναν Παρθενώνα είτε σε ένα λυχνάρι.” 

Για τον Ελύτη μπορεί να ήταν γλάστρες με γεράνια, για τον Θεοτοκά μπορεί να ήταν η Λεωφόρος Συγγρού. Και για σένα, που δίνεις λάθος κατευθύνσεις σε τουρίστες στο κέντρο της πόλης, που πολλές από τις ταμπελίτσες στο Μουσείο της Ακρόπολης σού είναι ακατανόητες, ας είναι τα βράδια στο μπαλκόνι όταν ο γείτονας βγάζει την τηλεόραση έξω (αυτή η πλήρως ελληνική αστική συνήθεια). Ας είναι μια ηπειρώτικη συνταγή σε τσαλακωμένο χαρτί, ένα καπέλο του παππού απ’τα παλιά πιλοποιεία της πόλης, ας είναι η γνώση της γειτονιάς σου, των δρομολογίων της, ας είναι ένα βραχιολάκι φτιαγμένο στην Κίνα που αγόρασες στη Σίφνο. Η επιθυμία να είσαι Έλληνας σε βρίσκει στα πολύ μικρά πράγματα, “διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται. Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες. Το ελληνικό είναι επίκτητο. Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του” (Του Δημήτρη Δημητριάδη, “Εμείς και οι Έλληνες”). Η ταυτότητα δεν είναι υπολογίσιμη, αλλά η οικειότητα είναι. 

Αν η γλώσσα είναι πατρίδα, το χιούμορ στην ελληνική σε φέρνει όσο κοντά δεν επιτρέπει η απόσταση. Το γέλιο στη μητρική γλώσσα είναι ασύγκριτο. Γνωστό αυτό. Όποτε, λοιπόν, νιώθω λιγότερο Ελληνίδα από πριν, γελάω με κάποιον στα ελληνικά και συνέρχομαι. Το χιούμορ είναι παράθυρο στο ασυνείδητο όσο κι οι λέξεις που πετάγονται στη διάρκεια ενός καβγά – στη γλώσσα της παρόρμησης, αυτή στην οποία σκεφτόμασταν αφιλτράριστα ως παιδιά. Δεν χρειάζεται επομένως να κοιτάξουμε πιο πέρα από την καθημερινή επικοινωνία για να φανεί η οικειότητά μας με έναν τόπο. Είτε ως ατομική εξερεύνηση, είτε ως συλλογικός ισχυρισμός, το “αισθάνομαι Έλληνας” είναι μια φοβερά απλή φράση. Όχι γιατί τα όρια της είναι σαφή, αλλά γιατί οι εθνικές ταυτότητες είναι πλέον τόσο ασαφείς που οι αντίστοιχες ρητορείες, ακαδημαϊκές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στο ίντερνετ τις τραβάνε και τις τεντώνουν συχνά χωρίς λόγο. Μπορείς να νιώθεις την εθνικότητά σου χωρίς γνώσεις ιστορίας. Όπως μπορείς να έχεις εξαντλήσει τα βιβλία και να νιώθεις κοντά σε κάποια άλλη. Μπορείς να αγαπάς και να αμφιβάλλεις ταυτόχρονα. Μπορείς να αγανακτείς διαβάζοντας τις ειδήσεις και να φωνάζεις τον εθνικό ύμνο στα τούρκικα εστιατόρια του Haringey (αστειάκι). Η επιθυμία να ανήκεις σε μια συλλογικότητα προϋποθέτει οικειότητα με αυτήν. Κι άρα αρκεί. Για όσες φορές απορώ. Μέχρι να πιω έναν ελληνικό.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s